κρεοφαγια

κρεοφαγια
    κρεοφαγία
     Diod. = κρεωφαγία См. κρεωφαγια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κρεοφαγια" в других словарях:

  • κρεοφαγία — κρεοφαγίᾱ , κρεοφαγία eating of flesh fem nom/voc/acc dual κρεοφαγίᾱ , κρεοφαγία eating of flesh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίᾳ — κρεοφαγίᾱͅ , κρεοφαγία eating of flesh fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγία — η (AM κρεοφαγία, Α ιων. τ. κρεηφαγίη) [κρεοφάγος] το να τρέφεται κάποιος κατ εξοχήν με κρέας …   Dictionary of Greek

  • κρεοφαγία — η το να τρώει κανείς κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεοφαγίας — κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία eating of flesh fem acc pl κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία eating of flesh fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίαι — κρεοφαγίᾱͅ , κρεοφαγία eating of flesh fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίαν — κρεοφαγίᾱν , κρεοφαγία eating of flesh fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγιῶν — κρεοφαγία eating of flesh fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίαις — κρεοφαγία eating of flesh fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мѧсо˫адениѥ — МѦСО˫АДЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Употребление в пищу мяса: в нихъ же нѣ(с)... ни злата ни сребра ни ѡвоща ни вина нi порть ни мѧ(с)˫адении ни ино дѣло никотороѥ же (κρεοφαγία) ГА XIII–XIV, 31а; ли не вѣсте ˫ако въ здержани˫а мѣсто сего. и лишени˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»